- παραρρυΐσκομαι
- παραρρῠΐσκομαι,A slip into,
τῇ φράσει Eust.1074.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῇ φράσει Eust.1074.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραρρυΐσκομαι — Μ 1. ρέω δίπλα ή μαζί 2. μτφ. ακολουθώ, έπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥυΐσκομαι «ρέω»] … Dictionary of Greek